αλάξευτος

αλάξευτος
η , ο [ος , ον ] необтёсанный (о камне, дереве)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αλάξευτος" в других словарях:

  • αλάξευτος — η, ο (Μ ἀλάξευτος. –ον) αυτός που δεν λαξεύτηκε ή δεν μπορεί να λαξευτεί, απελέκητος, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + λαξευτός < λαξεύω] …   Dictionary of Greek

  • αλάξευτος — η, ο επίρρ. α απελέκητος: Το μάρμαρο βρισκόταν ακόμη αλάξευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλατόμητος — η, ο (AM ἀλατόμητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο 2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία αρχ. μσν. ο αλάξευτος, απετροκόπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατομητός <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»